-
1 συγ-κατα-σβέννῡμι
συγ-κατα-σβέννῡμι (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, austilgen, τῇ ἀκοῇ συγκατεσβέσϑαι τὴν φωνήν, Plut. sol. an. 19
1 συγ-κατα-σβέννῡμι
συγ-κατα-σβέννῡμι (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, austilgen, τῇ ἀκοῇ συγκατεσβέσϑαι τὴν φωνήν, Plut. sol. an. 19